γλοιῶδες

γλοιῶδες
γλοιώδης
glutinous
masc/fem voc sg
γλοιώδης
glutinous
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλιόζωα — (heliozoa). Ριζόποδα ή σαρκόζωα πρωτόζωα με ακτινωτή συμμετρία, σφαιρική ή ωοειδή, που ζουν κυρίως στα γλυκά νερά. Το κυτταρόπλασμά τους διακρίνεται σε ενδόπλασμα και εξώπλασμα. Τo πρώτο έχει έναν ή περισσότερους πυρήνες και το δεύτερο πολλά… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιγλισχραίνω — Α καθιστώ κάτι ακόμη πιο γλοιώδες και κολλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιγλισχραίνω «κάνω κάτι πιο γλοιώδες»] …   Dictionary of Greek

  • σαλιάρα — Η πιο συνηθισμένη από τις κοινές ονομασίες τελεόστεων ψαριών του γένους βλέννιος της οικογένειας των Βλενιιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη μικρών ψαριών που ζουν στις ακτές, από τις αρκτικές και ανταρκτικές περιοχές ως τις τροπικές. Το σώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • χέλι — (anguilla anguilla). Επιστημονικά ονομάζεται έγχελυς ο κοινός. Τελεόστεος ιχθύς με σώμα κυλινδρικό στην κεντρική και εμπρόσθια ζώνη και πεπλατυσμένο πλευρικά στο ουραίο τμήμα. Έχουν γκρίζο χρώμα στη ράχη και κιτρινωπό στην κοιλιά, παίρνουν όμως… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • αναγλιτσιάζω — 1. καθιστώ κάτι γλοιώδες 2. γίνομαι γλοιώδης, γλιστερός, γλιτσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλιτσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • γλοιόδερμος — η, ο αυτός που έχει γλοιώδες δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλοιός + δερμος < δέρμα] …   Dictionary of Greek

  • εκγλισχραίνω — ἐκγλισχραίνω (Α) καθιστώ κάτι γλίσχρο, γλοιώδες …   Dictionary of Greek

  • επιγλισχραίνω — ἐπιγλισχραίνω (Α) κάνω κάτι ακόμη πιο γλοιώδες, πιο γλιστερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλισχραίνω (< γλίσχρος «γλοιώδης»)] …   Dictionary of Greek

  • μυξίνος — μυξῑνος, ὁ (Α) είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. ῖνος (πρβλ. κορακ ίνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”